- σβανάρω
- (λ. ιταλ.), πίνω πολύ, σουρώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σβανάρω — Ν μεθοκοπώ, μπεκρουλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ιταλ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
σβανάρισμα — και σβάνισμα, το, Ν [σβανάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβανάρω, μπεκρούλιασμα, μεθοκόπι … Dictionary of Greek
υποκωθωνίζομαι — Α (αποθ.) μεθοκοπώ, μπεκρουλιάζω, σβανάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κωθωνίζομαι «πίνω πολύ, μεθώ»] … Dictionary of Greek